πορθμεύουσ'

πορθμεύουσ'
πορθμεύουσα , πορθμεύω
carry
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
πορθμεύουσι , πορθμεύω
carry
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
πορθμεύουσι , πορθμεύω
carry
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
πορθμεύουσαι , πορθμεύω
carry
pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπόμνηση — η / ὑπόμνησις, ήσεως, ΝΜΑ [ὑπομιμνήσκω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπομιμνήσκω, υπενθύμιση μσν. (νομ.) πρόσκληση στο δικαστήριο, κλήτευση μσν. αρχ. εορτασμός επετείου αρχ. 1. αναφορά σε κάτι, μνεία 2. εξιστόρηση, αφήγηση («ἐς δάκρυα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”